- κυπελλοτόκος
- κῠπελλο-τόκος, ον,A breeding cups,
τράπεζα Nonn.D.47.62
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τράπεζα Nonn.D.47.62
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυπελλοτόκος — κυπελλοτόκος, ον (Α) αυτός που γεννά κύπελλα («κυπελλοτόκος τράπεζα», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύπελλο + τόκος (< τίκτω), πρβλ. αρρενο τόκος, ζωο τόκος] … Dictionary of Greek